-
1 σηκώνω
μκτ.1) поднимать; держать (груз и т. п.);σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;
σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;
σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;
άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;
σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;
2) строить, воздвигать, возводить;σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;τη φωνή — повышать голос;8) перен. поднимать против (кого-л.);9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;
10) брать (деньги, ссуду из банка);одалживать (деньги); занимать;§ σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;
σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;
σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;
σηκώνω στο
πόδι — поднимать на ноги;σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;
σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;
σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;
σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;
σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;
δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;
δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;
όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;
ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;
δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;1) — подниматься, вставать;σηκώνομαι
2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ -
2 σηκώνω
[сиконо] р. поднимать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σηκώνω
-
3 σηκώνω
[сиконо] ρ поднимать. (μεταφ) поднимать, будить, снимать, убирать. -
4 σηκώνω
1) arborer2) lever3) soulever -
5 σηκώνω
1) dźwigać czas.2) podnieść czas.3) podnosić czas.4) uchylać czas.5) wywiesić czas.6) wywyższać czas.7) wznosić czas.8) wznoszenie (n) rzecz. -
6 σηκώνω
1) nadnášet2) povznést3) pozdvihnout4) uzvednout5) vyvolat6) vztyčit7) zdvihnout8) zrušit9) zvedat10) zvednout -
7 σηκώνω
1) elevate2) lift3) raiseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σηκώνω
-
8 lever
σηκώνω -
9 soulever
σηκώνω -
10 nadnášet
σηκώνω -
11 povznést
σηκώνω -
12 pozdvihnout
σηκώνω -
13 uzvednout
σηκώνω -
14 zdvihnout
σηκώνω -
15 zvedat
σηκώνω -
16 zvednout
σηκώνω -
17 dźwigać
σηκώνω -
18 podnieść
σηκώνω -
19 podnosić
σηκώνω -
20 uchylać
σηκώνω
См. также в других словарях:
σηκώνω — σηκώνω, σήκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
σηκώνω — σήκωσα, σηκώθηκα, σηκωμένος 1. υψώνω: Σήκωσε τα χέρια ψηλά. – Σήκωσαν ψηλά τις σημαίες. 2. βαστάω κάποιο βάρος ή μπορώ να το μεταφέρω: Μπορεί να σηκώσει μόνος του αυτό το τσουβάλι. – Σηκώνω το σταυρό του μαρτυρίου. 3. εγείρω, ξυπνάω κάποιον:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροσηκώνω — σηκώνω λίγο, ανασηκώνω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακρο (Ι) + σηκώνω] … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
αναείρω — ἀναείρω (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω 2. μεταφέρω, παίρνω 3. μέσ. σηκώνω στα χέρια μου, αποκομίζω 4. παθ. ανυψώνομαι, σηκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀείρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek
επαναίρω — (Α) 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω («ἐπαναίρουσαι τὰς κεφαλάς», Ξεν.) 2. μέσ. υψώνω πάνω, σηκώνω ψηλά (κυρίως για να χτυπήσω). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αίρω «σηκώνω ψηλά»] … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
προεγείρω — ΜΑ μσν. σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα αρχ. 1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι 3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.… … Dictionary of Greek